- πλάκωμα
- το, Ν [πλακώνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλακώνω, η επίστρωση τοίχων ή δαπέδου με πλάκες, πλακόστρωση2. η πίεση που ασκείται σε κάτι με την τοποθέτηση βάρους επάνω του3. μτφ. αίσθημα δυσφορίας στο στομάχι ή στο στήθος («ψυχικό πλάκωμα» — στενοχώρια, θλίψη, άγχος)4. τσακωμός, φασαρία, καβγάς5. συνεκδ. το ερωτικό σμίξιμο, η συνουσία.
Dictionary of Greek. 2013.